- Θράττα
- Θρᾷττα, ἡ (Α)1. ως κύριο όν. Θρᾷτταβλ. Θραξ2. είδος μικρού θαλάσσιου ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού Θρᾷξ, -κός (πρβλ. θρίσσα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Θρᾷττα — Θρᾷσσα fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρᾶιττα — Θρᾷττα , Θρᾷσσα fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρᾷτθ' — Θρᾷττα , Θρᾷσσα fem nom/voc sg (attic) Θρᾷτται , Θρᾷσσα fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρᾷττ' — Θρᾷττα , Θρᾷσσα fem nom/voc sg (attic) Θρᾷτται , Θρᾷσσα fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρᾷτται — θρᾷττα Thracian slave girl fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραττίδιον — θρᾳττίδιον, τό (Α) μικρό ψαράκι, θράττα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρᾴττα*] … Dictionary of Greek
θρᾴττας — θρᾴ̱ττᾱς , θρᾷττα Thracian slave girl fem acc pl θρᾴ̱ττᾱς , θρᾷττα Thracian slave girl fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θραξ — ο (ΑΜ Θρᾷξ, ακός και Θρῆϊξ, ήϊκος και Θρῇξ, ῃκός, θηλ. Θρᾷσσα και Θρᾷττα και Θρήϊσσα και Θρῇσσα και Θρέϊσσα) ο κάτοικος τής Θράκης ή αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, ο Θρακιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
θρᾳττῶν — θρᾱͅττῶν , θρᾷττα Thracian slave girl fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρᾴτταις — θρᾴ̱τταις , θρᾷττα Thracian slave girl fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)